Δεινόμαχος

Δεινόμαχος
Δεινόμαχος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Δεινόμαχος — (2ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Υποστήριζε ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ευδαιμονία, που αποτελεί συνδυασμό της αρετής και της ηδονής …   Dictionary of Greek

  • Δεινομάχῳ — Δεινόμαχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεινόμαχε — Δεινόμαχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεινόμαχον — Δεινόμαχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”